- ιγμόρειος
- -ο1. αυτός που διατυπώθηκε από τον Άγγλο γιατρό Χάιμορ, όνομα που είχε αποδοθεί στην ελλ. ως Ίγμορ2. φρ. ανατ. «ιγμόρεια άντρα» — κοιλότητες στο εσωτερικό τών οστών τής άνω γνάθου, αλλ. γναθιαίοι κόλποι.[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα Άγγλου γιατρού Highmore].
Dictionary of Greek. 2013.